-
1 служба
1. (отрасль производства, учреждение, организация) η υπηρεσία, το σώμαдиспетчерская - подхода ав. - προσέγγισης του αεροδρομίου2. (работа, должность)η δουλειά, η εργασία 3 (исполнение воинских обязанностей) η θητεία 4. (богослужение) η (θεία) λειτουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > служба
-
2 служба
-ы θ.1. υπηρεσία•служба в армии υπηρεσία στο στρατό•
дейсвительная служба πραγματική υπηρεσία•
служба связи υπηρεσία διαβιβάσεων•
разведывательная служба κατασκοπευτική υπηρεσία•
поступить на -у μπαίνω στην υπηρεσία, γίνομαι υπάλληλος•
переменить -у αλλάζω υπηρεσία•
повышение по -е προαγωγή στην υπηρεσία.
2. τμήμα, γραφείο•служба погоды μετεωρολογική υπηρεσία.
3. (εκκλσ.) λειτουργία•отстоять -у στέκομαι ορθός σ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας.
4. πλθ. -ы παλ. παραρτήματα σπιτιού ή νοικοκυριού (σταύλοι, αχυρώνες κ.τ.τ.).εκφρ.поставить что в -у чему – βάζω κάτι στην υπηρεσία κάποιου. -
3 бюро
бюро с в разн. знач. το γραφείο политическое \бюро το πολιτικό γραφείο' \бюро добрых услуг, — обслуживания το γραφείο εξυπηρέτησης туристическое \бюроτο τουριστικό γραφείο; \бюро погоды η μετεωρολογική υπηρεσία; справочное \бюроτο γραφείο, πληροφοριών; \бюроремонта η υπηρεσία επιδιόρθωσης; \бюро находок το γρα φείο χαμένων αντικειμένων* * *в разн. знач.το γραφείοполити́ческое бюро́ — το πολιτικό γραφείο
бюро́ до́брых услу́г, бюро́ обслу́живания, — το γραφείο εξυπηρέτησης
туристи́ческое бюро́ — το τουριστικό γραφείο
бюро́ пого́ды — η μετεωρολογική υπηρεσία
спра́вочное бюро́ — το γραφείο πληροφοριών
бюро́ ремо́нта — η υπηρεσία επιδιόρθωσης
бюро́ нахо́док — το γραφείο χαμένων αντικειμένων
-
4 бюро
το γραφείοконструкторское - μελετών/σχεδιάσεωνпроектное - σχεδιαστικό/μελετητικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бюро
-
5 бюро
бюро́ Iс нескл.1. τό γραφεῖο[ν]:партийное \бюро τό κομματικό γραφείο; \бюро райкома τό γραφείο τής ἀχτιδικής ἐπιτροπής;2. (учреждение) τό γραφεῖο[ν], ἡ ὑπηρεσία:справочное \бюро τό γραφείο-πληροφοριών конструкторское \бюро τό γραφείο σχεδίων; \бюро ремонта ἡ ὑπηρεσία ἐπιδιορθώσεων \бюро погоды ἡ μετεωρολογική ὑπηρεσία; похоронное \бюро τό γραφείο κηδειών.бюро IIс нескл. (мебель) τό γρα-φεῖο[ν]. -
6 служба
слу́жб||аж1. ἡ ὑπηρεσία/ ἡ θέση (место):госуда́рственная \служба ἡ κρατική ὑπηρεσία· действительная \служба воен. ἡ ἐνεργός ὑπηρεσία· быть на военной \службае ὑπηρετώ στον στρατὅ поступить на \службау μπαίνω στήν ὑπηρεσία, διορίζομαι·2. (отрасль, организация) ἡ ὑπηρεσία, то τμήμα:\служба связи воен. ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων \служба погоды ἡ μετεωρολογική ὑπηρεσία·3. церк. λειτουργία, ἡ θεία λειτουργία, ἡ ἀκολουθία·4. \службаы мн. (постройки) уст. τά παραρτήματα σπιτιοϋ, τά ὑπηρεσιακά κτίρια· ◊ сослужить кому́-л. \службау παρέχω ἐκδούλευση σέ κάποιον не в \службау, а в дру́жбу погов. χάριν φιλίας. -
7 υπηρεσία
η1) служба, исполнение служебных обязанностей;στρατιωτική (κρατική) υπηρεσία — военная (государственная) служба;
στίς ώρες της υπηρεσίας — в служебное время;
μπαίνω στην υπηρεσία — поступать на службу;
αναλαμβάνω υπηρεσία — приступать к исполнению служебных обязанностей;
καλώ εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν — призывать на военную службу;
δυανύω ενεργόν υπηρεσίαν — находиться на действительной службе;
απολύομαι τής υπηρεσίας — быть уволенным со службы;
εκτελώ υπηρεσία — нести службу;
επαθε εν υπηρεσία — он пострадал при исполнении служебных обязанностей;
2) дежурство; наряд, вахта;έχω υπηρεσίαν — или είμαι της υπηρεσίας — дежурить, быть дежурным;
παραλαμβάνω (παραδίδω) υπηρεσίαν — принимать (сдавать) дежурство;
3) стаж (работы);έχω τριάντα χρόνια υπηρεσία — иметь тридцатилетний стаж работы;
συνεπλήρωσα τα έτη της υπηρεσίας — я заработал себе пенсию;
4) услуга;προσφέρω υπηρεσία — оказать услугу;
προσφέρω τίς υπηρεσίαες μου — предлагать свои услуги;
5) обслуживающий персонал; прислуга (собир.);6) ведомство; служба; учреждение;δημόσια υπηρεσία — государственное учреждение;
στρατιωτική (πολιτική) υπηρεσία — военное (гражданское) ведомство;
διπλωματική υπηρεσία — дипломатическая служба, дипслужба;
οικονομική υπηρεσία — финансовое ведомство; — финансовый орган;
ταχυδρομική υπηρεσία — почтовая служба, почтовое ведомство;
υγειονομική (τελωνιακή, μυστική) υπηρεσίαυπηρεσία — санитарная (таможенная, секретная) служба;
πυροσβεστική υπηρεσία — пожарная охрана;
μετεωρολογική υπηρεσία — служба (или бюро) погоды